Η επισήμανση στα εσπεριδοειδή στην οποία αναγράφονται τα συντηρητικά και οι λοιπές χημικές ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την επεξεργασία τους μετά τη συγκομιδή είναι υποχρεωτική.
Αυτό ορίζεται με απόφαση του το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απέρριψε αντίθετη προσφυγή που είχε καταθέσει η Ισπανία.
Σημειώνεται, πως διάταξη του δικαίου της Ένωσης για την εμπορία των εσπεριδοειδών λεμονιών, μανταρινιών και πορτοκαλιών (οι φράπες, τα γκρέιπ φρουτ και τα γλυκολέμονα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω προτύπου εμπορίας).ορίζει ότι οι συσκευασίες των φρούτων αυτών πρέπει να φέρουν επισήμανση η οποία αναγράφει τα συντηρητικά και τις λοιπές χημικές ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την επεξεργασία μετά την συγκομιδή, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση.
• Με την έκδοση της διάταξης αυτής η Επιτροπή θέλησε να διασφαλίσει την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης για τα πρόσθετα τροφίμων.
Για τον σκοπό αυτόν απέκλινε από ένα μη δεσμευτικό πρότυπο εμπορίας που έχει υιοθετήσει η UNECE και κατά το οποίο η αναγραφή ένδειξης για τα συντηρητικά ή άλλες χημικές ουσίες που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι υποχρεωτική μόνον εφόσον την απαιτεί η νομοθεσία του κράτους εισαγωγής.
Η Ισπανία προσέφυγε στο Γενικό Δικαστήριο της ΕΕ (ΓΔΕΕ), με την οποία ζητούσε την ακύρωση της διάταξης αυτής, αλλά το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με απόφαση του 2014, απέρριψε την προσφυγή, κρίνοντας ότι: η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να υιοθετήσει στο επίπεδο της Ένωσης πρότυπο εμπορίας για τα εσπεριδοειδή όμοιο με το πρότυπο UNECE·
Στη συνέχεια, η Ισπανία προσέφυγε στο Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ), και ζήτησε την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά το ΔΕΕ, με την απόφαση του, απορρίπτει στο σύνολό της την αίτηση αναίρεσης, που άσκησε η Ισπανία.
Το διατακτικό της απόφασης
Κατά το ΔΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο, αφενός, αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του και, αφετέρου, ορθώς έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει, όπως και το Γενικό Δικαστήριο, ότι είναι λογικό να παρέχεται στον καταναλωτή πληροφόρηση για την επεξεργασία των εσπεριδοειδών μετά τη συγκομιδή τους, δεδομένου ότι, σε αντίθεση με άλλα φρούτα τα οποία έχουν λεπτό φλοιό, τα εσπεριδοειδή μπορούν να υποστούν επεξεργασία με χρήση πολύ μεγαλύτερων δόσεων χημικών ουσιών, ο δε φλοιός τους μπορεί, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, να ενσωματωθεί στα τρόφιμα.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι τα ανώτατα όρια καταλοίπων για την ουσία 2 phenylphenol (γεωργικό μυκητοκτόνο το οποίο χρησιμοποιείται για το κέρωμα των εσπεριδοειδών) είναι 50 φορές υψηλότερα για τα εσπεριδοειδή απ’ ότι για άλλα φρούτα .
Το ΔΕΕ υπογραμμίζει, επίσης, ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η εξέταση τυχόν ανταγωνιστικού μειονεκτήματος δεν ήταν λυσιτελής στο πλαίσιο της εκτίμησης σχετικά με την τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, δεδομένου ότι δεν μπορούσε να αναιρέσει τη διαπίστωση ότι οι παραγωγοί των εσπεριδοειδών που υπάγονται στην προσβαλλόμενη διάταξη δεν βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση με τους παραγωγούς άλλων οπωροκηπευτικών.
Εξάλλου, επισημαίνει γεγονός ότι ούτε η ειδική νομοθεσία σχετικά με τα συντηρητικά και τις λοιπές χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται κατά την επεξεργασία μετά τη συγκομιδή ούτε η νομοθεσία σχετικά με την πληροφόρηση των καταναλωτών επιβάλλουν ιδιαίτερη επισήμανση για τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται κατά την επεξεργασία δεν εμποδίζει την Επιτροπή να υιοθετήσει πρότυπο εμπορίας το οποίο λαμβάνει ιδίως υπόψη το συμφέρον των καταναλωτών να λαμβάνουν επαρκείς και διαφανείς πληροφορίες, καθώς επίσης και τυποποιημένες συστάσεις της UNECE.
Ειδικά, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει την Επιτροπή να θεσπίσει διάταξη η οποία να προβλέπει ότι στην επισήμανση των εσπεριδοειδών πρέπει να γίνεται αναφορά στην επεξεργασία στην οποία αυτά υποβλήθηκαν μετά τη συγκομιδή.
Μαρ. Κ.
Leave a Reply